— Ενόργανη Μουσική

Διάλεξε το όργανο που αγαπάς

Μουσική Σχολή Γιώτας Παπαβασιλείου: Κλασική μουσική

Η κλασική μουσική έχει την ιδιαιτερότητα ότι είναι ένα άκουσμα που όλοι λίγο ή πολύ γνωρίζουμε, όμως λίγοι το νιώθουν οικείο. Συχνά μάλιστα βιαζόμαστε να την απορρίψουμε, χωρίς καν να έχουμε ακούσει περισσότερο από λίγα λεπτά μιας συμφωνίας ή μίας σονάτας. Το να ισχυριστεί κανείς ότι δεν του αρέσει η κλασική μουσική ακούγεται κάπως γενικό και βιαστικό, γιατί πρόκειται για ένα είδος που περιλαμβάνει μία τεράστια ποικιλία από διαφορετικά στιλ, είδη κομματιών και χρονικών εποχών.

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Το επίθετο κλασικός προέρχεται από την λατινική λέξη “classicus”, δηλαδή εξαιρετικός. Ο ορισμός, αυτός στην τέχνη του 18ου αιώνα και συγκεκριμένα στη μουσική αφορούν περισσότερο τη διάκριση της «έντεχνης» από την παραδοσιακή μουσική.

Παρόλα αυτά, κλασική μουσική δεν ονομάζουμε μόνο την μουσική του 18ου αιώνα αλλά της διαχρονικές μουσικές συνθέσεις που έγραψαν οι μεγάλοι συνθέτες όλων των εποχών στην ιστορία της μουσικής.

Αυτές οι εποχές μπορούν να χωριστούν σε έξι μεγάλες χρονικές περιόδους:

  1. Η περίοδος της Μονοφωνίας
  2. Η περίοδος της Πολυφωνίας
  3. Η περίοδος της Αναγέννησης ή στυλ Baroque
  4. Η περίοδος της Κλασσικής εποχής
  5. Η περίοδος του Ρομαντισμού, που περιλαμβάνει και τις Εθνικές σχολές με συνθέτες που αντλούν την έμπνευση των έργων τους από τις παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα της πατρίδας τους.
  6. Η σύγχρονη περίοδος

Η κλασική μουσική είναι ένα απαιτητικό είδος. Αφιερώστε όμως λίγο χρόνο για να την γνωρίσετε καλύτερα. Η ομορφιά και ο πλούσιος ήχος της θα σας αποζημιώσουν!

Πατήστε πάνω στο όργανο που σας ενδιαφέρει για να μάθετε περισσότερα

Εφευρέτης του πιάνου είναι ο Ιταλός Μπαρτολομέο Κριστόφορι όπου το 1710 κατασκευάζει το πρώτο piano e forte που ήταν ο πρόδρομος του σημερινού πιάνου.

Ο βασιλιάς των οργάνων κατά τον Λιστ, ο κρουστός αυτοκράτορας των αισθήσεων κατά τον Προκόφιεφ, η ολοκληρωμένη φόρμα κρουστού οργάνου, κατά τον Μιγιό, το αινιγματικό κουτί με τις μακριές χορδές κατά τον Σνίτκε, ό,τι δεν είναι υπερβολή ή δεν είναι καλολογισμός είναι το πιάνο!

Είναι ένα σόλο μουσικό όργανο, που ανήκει στην κατηγορία των πλητροφόρων οργάνων. Παίζεται με πλήκτρα, τα οποία όταν πατηθούν από τον πιανίστα σηκώνουν σφυράκια που χτυπούν τις χορδές του, παράγοντας έτσι ήχους. Η δυνατότητα να δίνει μια διαφορετική νότα από το κάθε δάχτυλο και να κάνει κάθε νότα απαλή ή δυνατή, δίνει στο πιάνο μια εκπληκτική ποικιλία έκφρασης.

Το πιάνο μπορεί να αποδώσει μουσική είτε ως σόλο όργανο, είτε μέσα σε μια ορχήστρα. Αν και πολλοί πιστεύουν πώς χρησιμοποιείται κυρίως στην κλασική μουσική, το πιάνο κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και στην τζαζ, την μπλουζ και το ροκ εν ρολ, καθώς και στη λαϊκή μουσική όπου είτε κυριαρχεί είτε λειτουργεί ως βοηθητικό για άλλα όργανα.

Υπάρχουν δύο μοντέλα πιάνου: το όρθιο και το πιάνο με ουρά. Οι δύο αυτοί τύποι παρουσιάζουν τα ίδια ουσιώδη μέρη. Όσον αφορά τη λειτουργία του πιάνου πατώντας κάποιο πλήκτρο η χορδή που του αντιστοιχεί "χτυπιέται" από ένα μαλακό σφυράκι καλυμμένο από τσόχα που επιστρέφει πίσω στη θέση του όταν χτυπηθεί η χορδή. Το πληκτρολόγιο του πιάνου αποτελείται από 88 πλήκτρα που σημαίνει 7 και 1.4 οκτάβες.

Επιπρόσθετα το πιάνο έχει και τρία πεντάλ κάτω στο κέντρο στο ύψος του πέλματος. Το δεξί πεντάλ που ονομάζεται πεντάλ διαρκείας ή δυνατό πεντάλ ανασηκώνει τους σιωπητήρες από τις χορδές και διατηρεί τον ήχο. Το αριστερό πεντάλ στα πιάνα με ουρά, μετακινέι το πληκτρολόγιο προς τα δεξιά και το "σφυρί" κτυπά δύο από τις τρεις χορδές. Έτσι το ηχητικό αποτέλεσμα είναι ένας αδύνατος ήχος. Στα όρθια πιάνα με το αριστερό πεντάλ μετακινείται προς τα εμπρός ολόκληρο το κάθετο σύστημα των "σφυριών" που βρίσκονται απέναντι στις χορδές, έτσι μειώνεται η διαδρομή και συνεπώς η ένταση του "κτυπήματος". Το μεσαίο πεντάλ στα πιάνα με ουρά, παρατείνει τον ήχο σε μεμονωμένες νότες με πρκαθορισμένη "διαγωγή". Ένώ στα όρθα πιάνα, παρεμβάλλει μια τσόχα μεταξύ των σφυριών και των χορδών και έτσι ο ήχος μειώνεται περίπου στα 60-70%.

Η ιστορία των πληκτροφόρων ηλεκτρικών οργάνων (και αργότερα ηλεκτρονικών οργάνων) είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Αρχίζει από την κατασκευή και κατοχύρωση σαν εφεύρεση του Telharmonium το 1897. Το Telharmonium ήταν ένα ηλεκτρικό όργανο με πλήκτρα το οποίο ζύγιζε 200 περίπου τόνους, χρειαζόταν 6 βαγόνια για να μεταφερθεί και δύο ανθρώπους για να το παίξουν.

Φυσικά από τότε μέχρι σήμερα έγιναν τεράστιες αλλαγές. Τα σημερινά αρμόνια και συνθεσάιζερ ζυγίζουν από 7 μέχρι 17 περίπου κιλά τα περισσότερα, και οι δυνατότητες που έχουν είναι τεράστιες. Υπάρχουν πολλά είδη αλλά γενικά όλα λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο. Όργανα όπως το ηλεκτρονικό πιάνο και το αρμόνιο (organ) παρ’ όλο που χρησιμοποιούν παρόμοια τεχνολογία (ψηφιακή) για να παράγουν τους ήχους τους δεν ονομάζονται συνθεσάιζερ γιατί χρησιμοποιούν μόνο ένα περιορισμένο (αν και μεγάλο) αριθμό διαφορετικών ήχων.

Το συνθεσάιζερ (συνθέτης ήχου) είναι βασικά ένα ηλεκτρονικό όργανο στο οποίο έχουμε την δυνατότητα να δημιουργήσουμε ένα ήχο  ρυθμίζοντας με ακρίβεια την συχνότητά του (τονικό ύψος), την χροιά, την ένταση και την διάρκειά του.

Δεν είναι απαραίτητο ένα συνθεσάιζερ να έχει πλήκτρα. Υπάρχουν συνθεσάιζερ που έχουν μόνο ρεοστάτες και διακόπτες για τον έλεγχο και την δημιουργία των ήχων. Παρ’ όλα αυτά όμως ο πιο εύκολος και διαδεδομένος τρόπος για να παράγουμε ήχους σε ένα συνθεσάιζερ είναι το πληκτρολόγιο (όμοιο με του πιάνου) μαζί με τους ρεοστάτες και τους διακόπτες. Τα πλήκτρα επίσης μπορούν να λειτουργήσουν σαν διακόπτες.

Σήμερα με την εξέλιξη της τεχνολογίας και των μικροεπεξεργαστών, σχεδόν όλα τα ημιεπαγγελματικά και επαγγελματικά αρμόνια λειτουργούν και ως συνθεσάιζερ δίνοντάς μας την δυνατότητα να παίξουμε σχεδόν ότι μουσική θέλουμε. Μπορεί να αναπαράγει ακόμα και τον πιο περίεργο και σπάνιο ήχο, να δημιουργήσει νέους ήχους, μέχρι και συμφωνική μουσική. Οι δυνατότητες του οργάνου αυτού εξαρτώνται από την φαντασία του χειριστή.

Σήμερα η λέξη κιθάρα αναφέρεται στο σύγχρονο μουσικό όργανο "guitar" (ένας όρος που προέρχεται από το Αρχαιοελληνικό όρο κιθάρα). Το άρθρο αυτό αναφέρεται σε αυτή την σύγχρονη χρήση του όρου δηλαδή στο όργανο guitar. Η σύγχρονη κιθάρα είναι ένα έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο που ανήκει στην οικογένεια του λαούτου. Στη σύγχρονη εκδοχή της, αποτελείται συνήθως από έξι χορδές, ωστόσο συναντώνται και παραλλαγές με επτά, οκτώ, δέκα, δώδεκα και δεκαοκτώ. Ο όρος κιθάρα περιγράφει εν γένει αρκετά όργανα που εμφανίζουν παραλλαγές ως προς τη μορφολογία τους ή τον τρόπο εκτέλεσής τους. Σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης Hornbostel-Sachs, ανήκει στα σύνθετα χορδόφωνα. Από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα αποτελεί ένα από τα πλέον δημοφιλή μουσικά όργανα, καθώς χρησιμοποιείται σε μια πληθώρα μουσικών ειδών, όπως η τζαζ, μπλουζ, ροκ,heavy metal ποπ, λαϊκή και παραδοσιακή μουσική, ενώ στη νεότερη ιστορία της χρησιμοποιείται σε ένα αυξανόμενο ρεπερτόριο κλασσικής μουσικής.

Ιστορία

Τα ίχνη της Ιστορίας της Κιθάρας μπορούν να ανιχνευθούν από τον 15ο αιώνα, με την πρώτη «σύγχρονου τύπου» Κιθάρα να συναντιέται στην Ισπανία. Οι πρώτες κιθάρες ήταν πολύ μικρές και αρχικά είχαν τέσσερα ζεύγη χορδών. Η ισπανική κιθάρα (ή Κλασσική κιθάρα) είναι καμπυλωτή στο σώμα και χρησιμοποιεί την κοιλότητα του σώματος για την ενίσχυση του ήχου. Αρχικά, χρησιμοποιούνταν χορδές από έντερα αγελάδας, αργότερα νεύρα διάφορων ζώων, οι οποίες αργότερα αντικαταστάθηκαν από νάιλον και ατσάλινες χορδές που χρησιμοποιούνται και σήμερα. Το 16ο αιώνα οι κιθάρες έγιναν όργανα με πέντε ζεύγη χορδών.

Οι συνθέτες για αυτά τα μουσικά όργανα έγραψαν κυρίως σε σημειογραφία ταμπλατούρας. Η Ιταλία ήταν η πρωτεύουσα του κιθαριστικού κόσμου του 17ου αιώνα. Στη Γαλλία η κιθάρα έγινε το όργανο της αριστοκρατίας και των ευγενών. Παρόλα αυτά, η Ισπανική Σχολή της κλασσικής κιθάρας και η κατασκευή της Ισπανικής κιθάρας άρχισε να ακμάζει μόλις μετά το τέλος του 18ου αιώνα. Οι Ιταλοί συνθέτες έγραψαν ένα μεγάλο αριθμό σημαντικών έργων και όπως οι κιθαριστές και οι κατασκευαστές των οργάνων , έτσι και αυτοί ταξίδευαν συχνά.

Ο σημαντικότερος παράγοντας στην ανάπτυξη της κλασσικής κιθάρας ήταν η προσθήκη της έκτης χορδής στο μουσικό αυτό όργανο περίπου στα μέσα του 18ου αιώνα. Κατά το 19ο αιώνα, οι αλλαγές στις κοινωνικές συνθήκες και η βελτίωση στα μέσα μετακίνησης και μεταφοράς συντέλεσαν στην ανάπτυξη και στη διάδοση της κιθάρας και ενθάρρυναν τους κιθαριστές να ταξιδεύουν παγκοσμίως.

Η μουσική της κλασσικής κιθάρας άνθισε το 19ο αιώνα στην Ισπανία. To 1850-1892 o Α. Τorres έδωσε τη βασική μορφή της κιθάρας, με την οποία την ξέρουμε και σήμερα. Τον 20ο αιώνα η επαναστατική τεχνολογική πρόοδος και η ραγδαία εξέλιξη των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και πληροφόρησης είναι οι φορείς στους οποίους οφείλεται η δημοσιότητα και η αναγνώριση που έχει λάβει η Κλασσική Κιθάρα.

Η εξάχορδη κιθάρα έκανε την εμφάνισή της στα μέσα του 18ου αιώνα και είχε έξι μονές χορδές αντί για ζεύγη χορδών, σε αντίθεση με τους προκάτοχούς της (τετράχορδα και πεντάχορδα μουσικά όργανα). Στην Ιστορία της κιθάρας δεν υπάρχει ακριβής ημερομηνιακή καταγραφή του γεγονότος εμφάνισης της κιθάρας, ωστόσο ήταν μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις. Το 1850-1892 ο κατασκευαστής κιθάρων Manual Torres ανέπτυξε το μουσικό όργανο στη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα, με μεγαλύτερο και πιο ηχηρό σώμα (ηχείο). Κατά το 19ο αιώνα η κιθάρα, όπως την συναντάμε σήμερα, αναπτύχθηκε και βελτιώθηκε στο σχήμα και στα μηχανικά κλειδιά.

Η ηλεκτρική κιθάρα δεν έχει ηχείο αλλά χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνήτες που μετατρέπουν τους παλμούς των χορδών σε ηλεκτρικό σήμα. Το κυρίως σώμα μπορεί να είναι συμπαγές «solid body» ή με μικρό ηχείο «hollow body». Έχει δύο η περισσότερους μαγνήτες με ρυθμιστικά έντασης και τονικότητας. Πολλές φορές υπάρχει ειδικός μοχλός, που χρησιμοποιείται για βιμπράτο.

Η εταιρία Rickenbacker κατασκεύασε το 1931 την πρώτη ηλεκτροακουστική κιθάρα με κάψα. Ακολούθησε η Gibson το 1935 με το πρώτο «σκάφος»(hollow body) την φημισμένη ES150 που χρησιμοποιούσε τους μαγνήτες « Charlie Christian”. Αυτός ο τύπος κιθάρας είναι ακόμη δημοφιλής στην Τζαζ. Αντίθετα στην ροκ μουσική οι μεγαλύτερες εντάσεις δημιουργούσαν μικροφωνισμούς λόγω της ύπαρξης του αντηχείου. Έτσι το 1948 η εταιρία Fender κατασκεύασε την πρώτη κιθάρα με συμπαγές σώμα, την Telecaster. H Gibson απάντησε με το μοντέλο «Les Paul» χρησιμοποιώντας το όνομα γνωστού κιθαρίστα της εποχής που συμμετείχε ενεργά στους πειραματισμούς της εταιρίας. Το 1954 η Fender κατασκεύασε ένα μοντέλο με τρεις μαγνήτες και με λεβιέ βιμπράντο, την περίφημη Stratocaster. Τέλος, στην δεκαετία του ’50, η Gibson εισήγαγε την σειρά 300 που είχε λεπτότερο αντηχείο και έτσι ήταν λιγότερη ευαίσθητη στους μικροφωνισμούς. Άλλες κατασκευαστικές εταιρίες :Wal, Ibanez, Jackson.

Η ηλεκτρική κιθάρα κατέχει πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της μοντέρνας μουσικής του 20ου αιώνα. Ο ενισχυμένος ήχος και η δυνατότητα χρήσης εφφέ την καθιστά κυρίαρχο όργανο σε όλα τα είδη μοντέρνας μουσικής.

Η ηλεκτρική κιθάρα χρησιμοποιήθηκε και από συνθέτες όπως ο George Crumb και ο Frank Martin, σε έργα έντεχνης μουσικής.

Στις περισσότερες περιπτώσεις παίζεται με πέννα και σπάνια με δάκτυλα. Οι μουσικοί των Μπλουζ συνηθίζουν να παίζουν με τον αντίχειρα.

Αρκετοί αριστερόχειρες μουσικοί των Μπλουζ, αν και κρατούν την κιθάρα με το μπράτσο προς τα δεξιά, διατηρούν τις χορδές, όπως είναι τοποθετημένες για έναν δεξιόχειρα μουσικό.

Το βιολί από πολλούς θεωρείτε ο βασιλιάς των μουσικών οργάνων. Είναι το πιο διαδεδομένο σόλο όργανο μαζί με το πιάνο και τη κιθάρα. Οι πιο συνηθισμένες του ονομασίες είναι: Violino στα ιταλικά, Violon στα γαλλικά, Violin στα αγγλικά και Geige στα γερμανικά. Η κύρια ονομασία του προήρθε από τον Ιταλικό Violino, που είναι υποκοριστικό του Viola. To βιολί έχει 4 χορδές κουρντισμένες ανα πέμπτες. Το συνηθισμένο μήκος του είναι γύρω στους 60 πόντους ( αν και υπάρχουν και μικρότερα βιολιά για εκπαιδευτικούς σκοπούς) και παίζεται από τον μουσικό στηριγμένο στον ώμο. Ο ήχος στο βιολί παράγεται από το τρίψιμο του δοξαριού στις χορδές. Μερικές φορές θα ακούσετε τον ήχο του βιολιού να παράγετε και με τα δάχτυλα (PIZZICATO).

Η καταγωγή του βιολιού δεν είναι ξεκάθαρη, καθώς υπάρχουν διαφορες θεωρίες που υποστηρίζουν τη μία ή την άλλη άποψη. Μια από αυτές θεωρεί ότι το βιολί προέρχεται από τα έγχορδα μουσικά όργανα που έφεραν στην ευρώπη οι Άραβες τον 8ο αιώνα. Παρόλο που κανένα από τα αραβικά μουσικά όργανα δεν παίζεται στηριγμένο στον ώμο. Μια άλλη θεωρία που κερδίζει συνεχώς έδαφος είναι ότι το βιολί κατάγεται από σλάβικα λαικά μουσικά όργανα του τύπου της κρητικής και της ποντιακής λύρας. Στην Πολωνία ήδη από τον 15ο αιώνα υπήρχαν όργανα σαν τις σημερινές βιόλες, με τρεις χορδές κουρδισμένες ανά τρίτες και τέταρτες. Αυτού του τύπου τα λαικά όργανα δεν είχαν βέβαια τον ήχο του σημερινού βιολιού αλλά ήχο πιο τραχύ.

Ο τύπος του βιολιού που γνωρίζουμε σήμερα δημιουργήθηκε και τελειοποιήθηκε στη βόρεια Ιταλία μετά από τον 16ο αιώνα. Εκεί τυποποιήθηκε το σχήμα και τα χαρακτηριστικά του σημερινού βιολιού. Οι πιο ονομαστοί μάστορες κατασκευαστές βιολιού έζησαν στην Κρεμόνα. Οι αδερφοί Αμάτι, ο Γκουαρνιέρι και ο Στραντιβάριους έγιναν διάσημοι για τα βιολιά τους, τα οποία τα προτιμούν οι σολίστες από όλο το κόσμο ακόμη και σήμερα, γιατί θεωρούνται αξεπέραστα σε ποιότητα κατασκευής και ηχόχρωμα.

Σύντομα το βιολί κατέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο ως σόλο όργανο στην ιστορία της μουσικής. Τα καινούργια είδη της μουσικής του 17ου και του 18ου αιώνα, η σονάτα και το κοντσέρτο ξεκίνησαν ως μορφές μουσικής για βιολί. Τα όργανα της οικογένειας του βιολιού (βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο) έγιναν το κέντρο της κλασικής συμφωνικής ορχήστρας και το κλασικό κουαρτέτο εγχόρδων.

Από τότε μέχρι σήμερα έχουμε μια συνεχή ανάπτυξη της τεχνικής του βιολιού, καθώς και δημιουργία συνθέσων για βιολί. (Βιβάλντι, Ταρτίνι, Μπέντα, Στάμιτς, Λεκλέρ, Γκαβινιέ). Διάσημοι έγιναν σολίστες και συνθέτες από όλο το κόσμο χάρη στο βιολί, ήδη από τον 19ο αιώνα. Πρώτος από όλους ο Νικολό Παγκανίνι, ο Βιόττι, Ο Βιετάν, ο Κούμπελικ, Χουμπάι, ο Κράισλερ, ο Ενέσκου. Στον 20ο αιώνα κυριάρχησαν οι Μενουχίν, Στέρν και Σέρινγκ.

Η ελλάδα έχει εξαιρετικούς σολίστες βιολιστές στη συμφωνική αλλά και στη λαική μουσική, καθώς το βιολί ήδη από τον 19ο αιώνα είχε εισαχθεί σε διάφορα σχήματα δημοτικής και λαικής ορχήστρας. Από τους γνωστότερους λαικούς σολίστες και συνθέτες είναι ο αυτοδίδακτος Γιώργος Κόρρος. Ενώ ο γνωστότερος σολίστας συμφωνικής μουσικής είναι ο Λεωνίδας Καβάκος. Την πρώτη του βράβευση το 1985 στο διαγωνισμό Sibelius ακουλούθησε μια εξαιρετική διεθνής καριέρα ως σολίστας, που συνεχίζεται στις μέρες μας και ως διευθυντής ορχήστρας. Ο Λεωνίδας Καβάκος παίζει με ένα βιολί "Falmouth" Stradivarius του 1692.

Το Βιολοντσέλο ή αλλιώς Τσέλο, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με Δοξάρι. Έχει τέσσερις χορδές (από τη χαμηλότερη: ντο, σολ, ρε, λα), όπως και τα υπόλοιπα έγχορδα της συμφωνικής ορχήστρας. Ο Βιολοντσελίστας, είναι πάντα καθιστός, τοποθετεί το βιολοντσέλο ανάμεσα στα πόδια του και το στηρίζει στο έδαφος με τη βοήθεια μίας ρυθμιζόμενης μεταλλικής ράβδου στήριξης. Πρόγονος του Βιολοντσέλου είναι η Βιόλα ντα γκάμπα, την οποία ο εκτελεστής συγκρατούσε ανάμεσα στις γάμπες του. Το Βιολοντσέλο έχει ένα πλούσιο και δυνατό ήχο. Είναι βασικό όργανο τόσο στη μουσική δωματίου όσο και στη συμφωνική ορχήστρα. Το σκάφος του (το ξύλινο σώμα) έχει μήκος 75 εκ. ενώ οι χορδές του είναι πιο παχιές από του Βιολιού και της Βιόλας και χρησιμοποιείται συνήθως μαζί με το Κοντραμπάσο για να παίξει τις μπάσες νότες ενός μουσικού έργου, λόγω όμως της μεγάλης μουσικής του έκτασης, είναι εξίσου αξιόλογο και ως σόλο όργανο. Το Βιολοντσέλο πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη στα μέσα του 16ου αι. και αρχικά ονομαζόταν βιολοντσίνο. Κατά καιρούς υπέστη πολλές τροποποιήσεις, ενώ στον Στραντιβάρι οφείλεται κυρίως ο καθορισμός του οριστικού τύπου και των διαστάσεων του βιολοντσέλου που είναι διπλό σε μέγεθος από τη Βιόλα. Η άνοδος του οργάνου άρχισε στην Ιταλία τον 17o αι., με τον Μπάχ και τις σουίτες του για σόλο βιολοντσέλο και σταδιακά άρχισαν να ανακαλύπτονται οι τεχνικές και οι εκφραστικές δυνατότητές του. Με τον ρομαντισμό, το βιολοντσέλο πήρε ξεχωριστή θέση στην ορχήστρα ως στοιχείο αυτόνομο, στο οποίο οι συνθέτες εμπιστεύονταν ορισμένα χαρακτηριστικά μουσικά θέματα ενώ έπαιξε αξιόλογο ρόλο και ως βασικός συντελεστής του κουαρτέτου εγχόρδων. Ο Μπετόβεν, οι ρομαντικοί και ιδιαίτερα ο Βάγκνερ, συνέτειναν στην πλήρη ανεξαρτησία του και έγραψαν ειδικά έργα γι αυτό ( Κοντσέρτα, Σονάτες κ.α) και το χρησιμοποίησαν στα είδη της μουσικής δωματίου, ισότιμα με το Βιολί.

Για συντομία ονομάζεται και τσέλο. Είναι το μπάσο μέλος της οικογένειας του βιολιού. Έχει το διπλό μέγεθος από το βιολί, και γι’ αυτό παίζεται ακουμπισμένο στο πάτωμα, όρθιο, με ελαφριά κλίση. H αιχμηρή ακίδα που έχει στο κάτω άκρο του για να το κρατάει σταθερά στο πάτωμα προστέθηκε τον 20ό αιώνα. Μέχρι τότε στηριζόταν στα πόδια του εκτελεστή ή υποβασταζόταν από ένα μικρό σκαμνάκι. Η μουσική του έκταση καλύπτει περίπου τέσσερις οκτάβες. Το σχήμα του τσέλου είναι σχεδόν ίδιο με του βιολιού, εκτός από το βραχίονά του, που είναι πιο κοντός. Οι παχύτερες, μακρύτερες χορδές του τσέλου και το μεγαλύτερο ηχείο του τού χαρίζουν έναν ήχο πλούσιο και ζεστό.

Το βιολοντσέλο εμφανίστηκε τον 16ο αιώνα, την ίδια εποχή με το βιολί και τη βιόλα. Ένα από τα παλαιότερα όργανα που έχουν βρεθεί κατασκευάστηκε γύρω στα 1572 από τον Αντρέα Αμάτι, τον παλαιότερο από τους φημισμένους κατασκευαστές της οικογένειας Αμάτι.

Τα πρώτα βιολοντσέλα είχαν συνήθως πέντε χορδές, αλλά κάποια στιγμή καταργήθηκε η χαμηλότερη.

Κατά τον 17ο και μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, το βιολοντσέλο χρησιμοποιούνταν συνήθως μαζί με το τσέμπαλο, το εκκλησιαστικό όργανο ή το λαούτο (δηλαδή όργανα που μπορούσαν να παίζουν συγχορδίες), για να εκτελεί τη συνοδεία στα έργα της εποχής. Το βιολοντσέλο έπαιζε τη γραμμή του μπάσου, ενώ το τσέμπαλο ―ή ένα από τα άλλα όργανα― έπαιζε μια διαδοχή από συγχορδίες που αποτελούσαν τον αρμονικό σκελετό κάθε φράσης (μπάσο κοντίνουο).

Τα πρώτα έργα για σόλο βιολοντσέλο γράφτηκαν περί τα τέλη του 17ου αιώνα. Προς το τέλος της εποχής Μπαρόκ, χάρη στο εκφραστικό και βελούδινο ηχόχρωμά του, το βιολοντσέλο άρχισε να προβάλλεται σαν μελωδικό όργανο.

Το βιολοντσέλο, μαζί με το πρώτο και δεύτερο βιολί και τη βιόλα, ανήκει στα μέλη του κουαρτέτου εγχόρδων.

Το 1846 ο Αδόλφος Σαξ ( 1814 – 1894 ), γόνος γνωστής βελγικής οικογένειας με μεγάλη παράδοση στην κατασκευή μουσικών οργάνων, εφηύρε το σαξόφωνο, ίσως το πιο εκφραστικό και μελωδικό πνευστό όργανο.Αν και φτιαγμένο σχεδόν ολοκληρωτικά από μέταλλο, το σαξόφωνο συγκαταλέγεται στα ξύλινα πνευστά εξαιτίας του τρόπου παραγωγής του ήχου του από τον εκτελεστή (με μονό ξύλινο γλωσσίδι προσαρμοσμένο σε επιστόμιο από βακελίτη).

Τις πρώτες δεκαετίες μετά την κατασκευή του χρησιμοποιόταν με δυσπιστία ,περιορισμένα και σχεδόν αποκλειστικά σε στρατιωτικές μπάντες και φανφάρες της Κεντρικής Ευρώπης. Έπαιζε μικρούς ρόλους και ,έχοντας την ατυχία να εφευρεθεί μετά το θάνατο των μεγάλων κλασσικών συνθετών, χρειάστηκε να περιμένει αρκετά ώσπου να εκτιμηθούν οι αρετές του και να αξιοποιηθούν οι απεριόριστες δυνατότητες του. Παρ’ όλα αυτά μεγάλοι συνθέτες, όπως ο Ravel,o Bizet,o Strauss,o Prokofiev, και πολλοί άλλοι , το ενέταξαν σε μεγάλα συμφωνικά τους έργα ενώ ο Debussy , o Glazounov,o Villa Lobos,o Dubois το χρησιμοποίησαν ως σολιστικό όργανο σε κοντσέρτα και ραψωδίες και άλλα έργα τους , ειδικά γραμμένα για αυτό.

Σήμερα ,είναι το όργανο για το οποίο έντεχνοι συνθέτες γράφουν τα περισσότερα έργα από κάθε άλλο πνευστό. Το κλασσικό ρεπερτόριό του αυξάνεται συνεχώς . Είναι η εποχή της καταξίωσης του στην παγκόσμια μουσική συνείδηση και της εκδήλωσης του έμπρακτου θαυμασμού από όλους προς την ποιότητα του ήχου του και τις αρετές του. Ξεχωριστή αναφορά επιβάλλεται να γίνει για το ρόλο του στην μουσική της JAZZ όπου είναι το κυριότερο όργανο για τον μελωδικό αυτοσχεδιασμό…

Ο Adolphe Sax και η Ιστορία του Σαξοφώνου
Τα περισσότερα από τα μουσικά όργανα που ανήκουν στην οικογένεια των ξύλινων πνευστών αναπτύχθηκαν σταδιακά με το πέρασμα των αιώνων , ως εξέλιξη παραδοσιακών , λαϊκών οργάνων. Είτε αλλάζοντας το κούρδισμα τους , είτε μετατρέποντας και τελειοποιώντας κάποια τεχνικά χαρακτηριστικά τους , εξελίχθηκαν στα όργανα που γνωρίζουμε σήμερα . Κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πως το Φλάουτο , το Όμποε ή το Φαγκότο είναι δική του εφεύρεση. Παρόλα αυτά , την ύπαρξη του Σαξοφώνου την οφείλουμε σε έναν και μοναδικό άνθρωπο , τον Adolphe Sax.

Γεννήθηκε στη βελγική πόλη Ντινάντ στις 6 Νοεμβρίου του 1814 και σύντομα η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες. Παρόλο που βαφτίστηκε Antoine Joseph Sax , από μικρή ηλικία τον αποκαλούσαν Αdolphe. Ο πατέρας του , Charles Joseph Sax (1793 – 1865), ήταν κατασκευαστής μουσικών οργάνων και σ’ αυτόν όφειλε ο Adolphe τις εξαιρετικές ικανότητες που απέκτησε δουλεύοντας κοντά του. Σπούδασε Φλάουτο και Κλαρινέτο στο Ωδείο των Βρυξελλών κι έτσι η εμπειρία του στην κατασκευή οργάνων εμπλουτίστηκε από τις μουσικές του γνώσεις. Αν και ο Sax εξελίχθηκε σε πολύ καλό μουσικό , αφοσιώθηκε από τα δεκαέξι του χρόνια στην κατασκευή νέων μουσικών οργάνων και στην προσπάθεια προώθησης τους.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1830 – 1840 εργάστηκε κάνοντας βελτιώσεις αρχικά στο Κλαρινέτο, αλλά σύντομα έστρεψε το ενδιαφέρον του σε αυτό που έως τότε φαινόταν άλυτο πρόβλημα για τους κατασκευαστές οργάνων, στην κατασκευή ενός Μπάσου Κλαρινέτου χαμηλότερου κατά μία οκτάβα από το συνηθισμένο Κλαρινέτο (σε Σι ύφεση). Το πρώτο μοντέλο που κατασκεύασε το 1838 υπερτερούσε όλων των υπολοίπων και ο Sax έγινε περιζήτητος δεξιοτέχνης του νέου του οργάνου. Η σύλληψη και κατασκευή του πετυχημένου αυτού Μπάσου Κλαρινέτου, θεωρήθηκε η μεγαλύτερη προσφορά του Sax στη Συμφωνική Ορχήστρα.

Σταθμό στη ζωή του αποτέλεσε η απόφαση του να εγκαταλείψει τις Βρυξέλλες και να εγκατασταθεί στο Παρίσι , το 1842 . Κύρια αφορμή γι’ αυτή του την απόφαση στάθηκε η αγανάκτησή του, όταν η κριτική επιτροπή της Έκθεσης Βρυξελλών , αν και εκφράστηκε με ιδιαίτερο θαυμασμό, αρνήθηκε να του απονείμει το πρώτο βραβείο για την κατασκευή του Μπάσου Κλαρινέτου, με τη δικαιολογία ότι ήταν πολύ νέος. Λέγεται πως έφτασε στη γαλλική πρωτεύουσα με 30 φράγκα στην τσέπη του, ποσό που ήταν σίγουρα ανεπαρκές για να στήσει το εργαστήριο κατασκευής μουσικών οργάνων που επιθυμούσε. Παρόλα αυτά , τα κατάφερε. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα , χάρη στην οικονομική στήριξη και συμπαράσταση σημαντικών φίλων του μουσικών όπως ο H. Berlioz, o G. Rossini, o G-J. Meyerbeer και ο Halevy, κατάφερε να ανοίξει το πρώτο του εργαστήριο στην οδό Saint – Georges του 9ου Διαμερίσματος του Παρισιού. Εκεί ο Sax επιδόθηκε στην κατασκευή καθιερωμένων οργάνων πολύ υψηλής ποιότητας, αλλά κυρίως πειραματίστηκε σε νέα δικά του μοντέλα .

ΙΣΤΟΡΙΚΑ KAI ΤΕΧΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Φλάουτο (ελλην. αυλός) ονομάζεται κάθε πνευστό, του οποίου ο ήχος προκύπτει από την πρόσκρουση ρεύματος αέρα σε μία λεπτή ακμή (φύσημα στο φλάουτο). Με την πρόσκρουση δημιουργούνται στρόβιλοι, οι οποίοι διεγείρουν ταλαντώσεις στο σωλήνα αέρα του οργάνου. Οι μεταβολές στο ύψος του παραγόμενου ήχου δημιουργούνται με κλείσιμο και άνοιγμα των οπών που βρίσκονται κατά μήκος του σωλήνα. Ανάλογα με το κράτημα του οργάνου διακρίνουμε το επίμηκες (φλογέρα από το αλβανικό flojere, φλογέρες) και το λοξό φλάουτο (πλαγίαυλος, flauto traverso, πλαγίαυλος), τα οποία παρουσιάζονται με πολλές παραλλαγές σε διάφορους πολιτισμούς. Η φλογέρα είναι διαδεδομένη στη δημοτική μουσική της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων, ο πλαγίαυλος στη μουσική της Ανατολικής Ασίας (αναφορές ήδη από τον 9ο αιώνα π.Χ., Φλάουτο στην Κίνα) και της Δυτικής Ευρώπης (αποδεδειγμένα από το 12ο αιώνα μ.Χ.)

Για την ακρίβεια, στη Δυτική Ευρώπη κυριαρχούσε από το μεσαίωνα μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα η φλογέρα. Από αυτή την εποχή και μετά διαδόθηκε ο πλαγίαυλος, ο οποίος και χρησιμοποιείται σήμερα τελειοποιημένος ως όργανο της ορχήστρας. Μέχρι περίπου τα μέσα του 17ου αιώνα ο σωλήνας του πλαγίαυλου ήταν ενιαίος με κυλινδρική διάτρηση. Στη συνέχεια παρουσιάστηκε, αρχικά στη Γαλλία, ένας τύπος που "σπάει" σε τρία τμήματα (σύγχρονο σπαστό φλάουτο), την κεφαλή, το μεσαίο τμήμα και τη βάση. Από αυτά, η κεφαλή είχε κυλινδρική διάτρηση, ενώ τα άλλα μέρη μία αντίστροφη κωνική. Ο λυόμενος τύπος πλαγίαυλου εξυπηρετεί την ακρίβεια στη διάτρηση και τη διόρθωση του ήχου με παρεμβολή μεσαίων τμημάτων διαφορετικού μήκους.

Ο σωλήνας του πλαγίαυλου είχε μέχρι το 17ο αιώνα συνήθως 6 οπές. Τάπες και κλειδιά () τοποθετήθηκαν αρχικά από Γάλλους κατασκευαστές με τη δημιουργία του λυόμενου τύπου. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα αυξήθηκε ο αριθμός των οπών σε 8 (φλάουτο 1780) και μετά το 1800 ακόμα περισσότερο. Το 1832 κατασκεύασε ο Th. Boehm ένα πλαγίαυλο με κωνική διάτρηση, στον οποίο οι οπές ήταν διαταγμένες αποκλειστικά με κριτήρια ακουστικά και όχι χειρισμού. Το 1847 ακολούθησε ο κυλινδρικός πλαγίαυλος με κεφαλή παραβολικής διάτρησης και βελτιωμένες τάπες, ο οποίος χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Το αρχικά ξύλινο αυτό όργανο κατασκευαζόταν κάποια εποχή από ελεφαντόδοντο, το 19ο αιώνα και από γυαλί. Από τις αρχές του 20ου αιώνα κατασκευάζονται οι πλαγίαυλοι για χρήση στην ορχήστρα σχεδόν αποκλειστικά από μέταλλο - κάποια μοντέλα είναι δε ασημένια ή επίχρυσα!.

Περιγράφοντας την εξέλιξη του φλάουτου και των άλλων οργάνων σ' αυτή την εφαρμογή είναι πιθανόν να νομιστεί ότι τα όργανα της ορχήστρας βελτιώθηκαν σε 3-4 στάδια από μερικούς ικανούς οργανοποιούς και πήραν γρήγορα την τελική μορφή που γνωρίζουμε σήμερα. Στην πραγματικότητα έχουν συμμετάσχει στη βελτίωση αυτών των οργάνων στη διάρκεια μισής χιλιετίας εκατοντάδες οργανοποιοί, καθένας από τους οποίους έχει βελτιώσει τη μία ή την άλλη λεπτομέρεια ή έχει κατασκευάσει ένα εξ αρχής νέο όργανο, το οποίο άλλοι νεότεροι βελτίωσαν αργότερα.

ο κλασικό φλάουτο παίζεται σε πλάγια θέση ως προς τον εκτελεστή. Αποτελείται από έναν ξύλινο ή μεταλλικό (συχνά ασημένιο και σπανιότερα χρυσό) σωλήνα με 16 τρύπες, τις οποίες ανοιγοκλείνει ο εκτελεστής με τη βοήθεια «κλειδιών».

Το ηχόχρωμα των ψηλών και των χαμηλών φθόγγων του διαφέρει σημαντικά. Οι ψηλές νότες είναι καθαρές, ψυχρές και διαπεραστικές (αρμονικοί), ενώ οι χαμηλότερες είναι ζεστές, απαλές και γλυκιές. Η μουσική του έκταση καλύπτει περίπου τρεις οκτάβες.

Είναι όργανο πολύ ευέλικτο, και ένας καλός εκτελεστής μπορεί να παίξει πολύ εύκολα τρίλιες, γρήγορα περάσματα και άλλα ποικίλματα.

Ο πρόγονος του σημερινού πλάγιου φλάουτου κατάγεται από την Ανατολή και χρονολογείται τουλάχιστον από τον 12ο αιώνα.

Στα χρόνια του Μεσαίωνα εμφανίζεται συχνά σαν όργανο της στρατιωτικής μουσικής, ενώ για τις άλλες μουσικές εκδηλώσεις της εποχής εκείνης χρησιμοποιείται το φλάουτο με ράμφος σε διαφορετικά μεγέθη, το οποίο παρέμεινε δημοφιλές σε όλη την Αναγέννηση και το Μπαρόκ.

Για πολλά χρόνια οι δύο τύποι φλάουτων συνυπήρχαν, αλλά από τα μέσα του 18ου αιώνα επικράτησαν τα πλάγια φλάουτα, χάρη στα αναμφισβήτητα πλεονεκτήματά τους (μεγαλύτερη μουσική έκταση, πλουσιότερη ποικιλία ηχοχρωμάτων και δυναμικής κλπ.)

Εάν όλες οι περιοχές της Ελλάδας έχουν να επιδείξουν πλούσιο υλικό από Δημοτική Μουσική και Τραγούδια, η Ήπειρος κατά κοινή ομολογία όλων, ξεχωρίζει ιδιαίτερα σ' αυτόν τον τομέα. Τα ηπειρωτικά τραγούδια διακρίνονται και διά την ποικιλίαν των καθώς και διά την εκφραστικότητά των. Το κύριον όργανον που ερμηνεύει τα Δημοτικά μας Τραγούδια είναι αναμφισβήτητα το Κλαρίνο. Το κλαρίνο όμως είναι όργανο Ευρωπαϊκό. Πώς επεκράτησεν; Ποιοί ήταν οι πρώτοι Κλαριτζήδες; Ποια είναι η Ιστορία του; Να ποια είναι τα ερωτήματα που αμέσως περιληπτικά θα απαντήσουμε:

Το Κλαρίνο ανήκει εις την κατηγορίαν των Πνευστών Οργάνων. Είναι όμως ο Αυλός το αρχαιότατον όργανον αυτής της κατηγορίας, που αναφέρεται εις την ΙΛΙΑΔΑ του Ομήρου γραφείσα περί το 850 π.Χ. που αποτελεί το πρώτο βιβλίο της Ελληνικής ιστορίας αλλά και το πρώτο βιβλίο και της ανθρωπότητας συνάμα. Πρώτος εξερευνητής του Αυλού φέρεται ο Παν κατά την αρχαιότητα, ο οποίος αφού συνάρμοσε 7-9 καλάμια κατασκεύασε το αποκαλούμενον από αυτόν «Σύρριγξ του Πανός». Ο Παν ήτο ο αρχαίος Θεός των ορέων και των δασών, των απόκρημνων βράχων των βαθυσκιών κοιλάδων και των απόκρυφων σπηλαίων.

Είδη Αυλών ήσαν ο Μόναυλος ή Μονοκάλαμος, ο άσκαυλος (ασκί-αυλός κοινώς Γκάιντα) ή Πλαγίαυλος ο οποίος έφερε και γλωσσίδα και ο Δίαυλος που αποτελείτο από δυο παράλληλους Αυλούς. Την επί των Αυλών αρμονίαν εφήρμοσεν πρώτος ο εκ Θηβών Πρόναος τον τρίτον π.Χ. αιώνα κατά τον Ιστορικόν Παυσανίαν, «πρώτος επενόησεν αυλούς Πρόναος εις άπαν αρμονίας έχοντας επιτηδείως πρώτος δε διάφορα ες τοσούτον μέλη υπ' αυτοίς ηύλησε τοις αυλοίς».

Από τους αρχαίους χρόνους μέχρι το 1690 μ.Χ. εις την κατηγορίαν των πνευστών οργάνων είχε επικρατήσει ο Αυλός με διάφορες παραλλαγές και επαίζετο από τους μουσικούς που ονομάζονταν Αυλητές αν ήσαν άνδρες και Αυλητρίδες αν ήσαν γυναίκες. Παραλλαγές αυλού ήσαν η Φλογέρα, η Τσαμπούνα, η Πίπιζα, η Τζαμάρα, η Γκάιντα και άλλα.

Το έτος 1690 εμφανίζεται το Κλαρίνο ή Ευθύαυλος όπως λέγεται στην ελληνική γλώσσα. Εφευρέτης του κλαρίνου φέρεται να είναι ο Γερμανός Ιωάννης Χριστόφορος Ντέννερ από τη Νυρεμβέργη. Η εφεύρεσή του ήταν αποτέλεσμα επεξεργασίας που έκανε επάνω στο γαλλικό μουσικό όργανο που ονομάζετο Chalumeau. To όργανο αυτό το Chalumeau σύμφωνα με πηγές από τις γαλλικές εγκυκλοπαίδειες είναι λέξη ελληνική. Και το Chalumeau είναι η λέξη Κάλαμος. Ο Κάλαμος δε ήτο όργανον μουσικόν της οικογενείας των Αυλών και αυτός. Να λοιπόν που και το κλαρίνο έχει κάποιες ρίζες ελληνικές.

Στην ουσία όμως είναι ευρωπαϊκή επινόηση που έκανε ο Γερμανός Ντέννερ και αφού συμπληρώθηκε από τους Στάντλερ, Μύλλερ και το Γάλλο Κλοζέ (1730), κατέληξε στο σημερινό ωραίο όργανο. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι αν και το κλαρίνο ανακαλύφθηκε το 1690, δεν επεκράτησε αμέσως ως όργανο εις την Ευρώπη. Εσυνηθίζετο η χρήσις του Chalumeau και πρέπει να φθάσουμε μέχρι το έτος 1750, για να βρούμε κλαρίνα να παίζουν σε ευρεία κλίμακα στις ευρωπαϊκές Συμφωνικές Ορχήστρες. Εις ό,τι αφορά την χώρα μας τα πράγματα εβράδυναν ακόμη πιο πολύ.

Πότε και πώς όμως εμφανίστηκε στην Ελλάδα και συνδέεται τόσο αρρήκτως με την ελληνική δημοτική μουσική μας; Απάντηση ιστορική με το πως εισήχθη εις την Ελλάδα δεν υπάρχει. Είναι όμως αναμφισβήτητα αληθές ότι τα πρώτα κλαρίνα παίχτηκαν στην Ήπειρο και μάλιστα στα Σεράγια και τα Χαρέμια των Πασσάδων των Μπέηδων και των Αγάδων από Έλληνες μουσικούς που ονομαζότανε με μια λέξη Κουμπανία. Βιολί, λαούτο, ντέφι με αρχηγό τον κλαριτζή ήταν τα μέλη της κουμπανίας. Επαίζετο επίσης και εις τους ελληνικούς γάμους.

Πριν όμως εμφανιστεί το κλαρίνο ως όργανο κατά τις διασκεδάσεις και τους γάμους, αρχικά επαίζετο στην Ήπειρο στις στρατιωτικές μπάντες, δηλαδή στις στρατιωτικές φιλαρμονικές.

Πρέπει όμως να κυριολεκτίσουμε. Και πρέπει να ειπούμε ότι τα πρώτα κλαρίνα ακούστηκαν στο Σεράι του Αλή Πασά στα Γιάννενα. Πηγή αυτής της θέσεως μας την παρέχει έμμεσα ο Γάλλος ιστορικός Φραγκίσκος Πουκεβίλ ο οποίος ήτο Πρόξενος της Γαλλίας στα Γιάννενα από το 1805 έως το 1815. Κατά τους πολυάριθμους διαλόγους που είχε με τον Αλή Πασά, ο Αλή Πασάς, όπως ο ίδιος του αποκαλύπτει και του λέγει, ήτο μουσικός και έπαιζε Λύρα. Η σχετική παράγραφος που επιβεβαιώνει τούτο είναι η εξής, από το πολυσέλιδον και πολύκροτο έργον του, Παλιγγενεσία της Ελλάδος, που δημοσιεύτηκε εις το Παρίσι και εις την γαλλική γλώσσα το 1825, με τίτλο Regeneration de la Grece:...et guand j' allais aux noces de mes amis, j' etais le premier joueur de lyre de cent lieues a la ronde; j' aurais defie les plus habiles a la danse, a la lutte; mais ce temps ne reviendra plus, etuje n' apercois a lʼ autre bout de L· vie que des chagrins de familla, des orages, et qui sait?......και όταν πήγαινα στο γάμο των φίλων μου, ήμουν ο πρώτος οργανοπαίχτης της Λύρας που ακουγότανε σε εκατό χιλιόμετρα, οι καλλίτεροι χορευταί απόφευγαν να τα βάλουνε μαζί μου καθώς και οι πιο καλοί παλαιστές. Αυτοί δε οι καιροί δυστυχώς δεν ξανάρχονται ποτέ και σήμερα δεν βλέπω παρά μόνο καημούς, θύελλες και ποιος ξέρει τι άλλο...;

Η ιστορική πηγή αυτή του Πουκεβίλ αφ' ενός, αφ' ετέρου δε οι άριστες και μεγάλες εμπορικές συναλλαγές που είχεν ο Αλή Πασάς με την Ευρώπη (Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Αυστρία) εδραιώνουν την θέσιν μας, την Ήπειρον ως πρωτοπόρος του κλαρίνου και την καθιστούν ακράδαντον.

Μετά την Ήπειρο, που ως χρονολογία εμφανίσεως του πρέπει να δώσουμε λίγο πριν το 1800, το κλαρίνο διοχετεύτηκε στην Θεσσαλία, Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο και Θράκη. Στην Αθήνα, σύμφωνα με τις αξιόλογες έρευνες επί του κλαρίνου της συγγραφέως Δέσποινας Μαζαράκη, ήτανε όχι μόνο άγνωστο το κλαρίνο και ασύνηθες, αλλά η χρήσις του ήτο απαγορευμένη μάλιστα μέχρι το 1925. Σήμερα αυτό ασφαλώς φαίνεται απίστευτο αλλά έτσι είχαν τα πράγματα. Κατά συνέπεια οι εικασίες ορισμένων συγγραφέων ότι το κλαρίνο εισήχθη εις την Ελλάδα εξ Ανατολών δηλαδή από την Τουρκία δεν ευσταθούν. Αυτή η εικασία θα ητο αληθής εις περίπτωσιν που το κλαρίνο ήτο διαδεδομένο εις τις περιοχές μας που γειτνιάζουν με την Τουρκία, ήτοι Θράκη, Νησιά Αιγαίου, Κρήτη και Κύπρος. Σ' αυτές τις περιοχές όπως προείπαμε ακόμη και σήμερα το κλαρίνο είναι άγνωστο.

Η εξ ανατολών θεωρία της εισαγωγής του κλαρίνου κατά συνέπεια δεν έχει ουδεμία βάση και καταπίπτει.
Στη Θράκη αλλά και στη Μακεδονία, τα πρώτα μουσικά όργανα που εχρησιμοποιούντο ήταν η γκάιντα (ο αρχαίος άσκαυλος) και τα δυο "ιερά" όργανα των Αναστενάρηδων, ήτοι η παλιά αχλαδόσχημη Λύρα με το νταούλι. Στα νησιά του Αιγαίου, Κρήτη και Κύπρο επικρατούσε το βιολί και η λύρα. Το κλαρίνο και σήμερα ακόμη εκεί είναι σχεδόν άγνωστο. Παράλληλα πρέπει να αναφερθούμε ότι ο πιο αντιπροσωπευτικός χορός της Ελλάδας, δηλαδή ο τσάμικος χορός έχει ως πατρίδα την Ήπειρο. Πρωτοξεκίνησε από την Θεσπρωτία κοινώς Τσαμουριά, όπου Τσάμικο, ήταν το είδος χορού που χορευότανε από τους Θεσπρωτούς ή Τσάμηδες όπως τους ονομάζαμε παλαιότερα. Τοιουτοτρόπως παρατηρούμε ακούγοντας τα ηπειρωτικά κλαρίνα να είναι πιο ηδύλαλα, γιατί έχουν μεγαλύτερο βάθος παίζοντας συχνά σε χαμηλές μουσικές κλίμακες πράγμα που δεν απαντάται ούτε στα ρουμελιώτικα ούτε στα πελοποννησιακά κλαρίνα.

“Το Μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο ηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες και μακρύ βραχίονα με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλικά ελάσματα, κάθετα προς την κατεύθυνση του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου.

Τεχνικά χαρακτηριστικά

Το Μπουζούκι, είναι χορδόφωνο, νυκτό όργανο.
Αποτελείται από ημισφαιρικο αχλαδόσχημο ηχείο και μανίκι διπλάσιου μήκους, και συνολικά έχει μήκος από 70 εκ. έως 1 μέτρο. Το μανίκι φέρει σταθερά τάστα με βήμα ημιτονίου, και κλειδιά τύπου Τ.
Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ [πάλι ανά ζεύγος]. Παλιότερα, στην ανατολία, τα κουρδίσματα άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικο δρόμο [μακαμ] της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοι διατηρήθηκαν έως τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την μετατροπή σε 8χορδο. [Χαρακτηριστική αναφορά σε νοσταλγικο τραγούδι του Μ. Βαμβακάρη: "Να άκουγες το αραπιέν και το καραντουζένι"]
Παίζεται με πένα που αρχικά ήταν ξύλινη [από κερασιά] και πλέον συνθετική.
Διαθέτει τρεις ή τέσσερεις διπλές, και σε ορισμένες περιπτώσεις μονές, χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με με ένα μικρό πλήκτρο την πένα. Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (πάλι ανά ζεύγος). Υπάρχουν βέβαια και κάποια άλλα κουρδίσματα για τετράφωνα μπουζούκια. Παλιότερα, στην ανατολία, τα κουρδίσματα άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικο δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοι διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την μετατροπή του μπουζουκιού σε 8χορδο.

Καταγωγή
Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι προέρχεται από την τουρκική μουσική παράδοση. Οι περισσότεροι όμως δέχονται την τουρκική προέλευση μόνο της ονομασίας, ενώ θεωρούν το όργανο ένα είδος μετεξέλιξης της αρχαιοελληνικής πανδούρας.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το μπουζούκι που κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη λαϊκή ορχήστρα, έχει σχήμα, διαστάσεις και διάταξη χορδών, ίδια περίπου εδώ και χιλιάδες χρόνια. Πέρασε από τους αρχαίους Έλληνες στους Βυζαντινούς, επέζησε στην Τουρκοκρατία και η άνθησή του στις μέρες μας πέρασε πρώτα από μια περίοδο αμφισβήτησης στις αρχές του αιώνα. Οι παραλλαγές αυτού του αρχαίου οργάνου ήταν αρκετές μέσα στα χρόνια της ζωής του και είχε τα ονόματα πανδούρα ή πανδουρίδα, τρίχορδον, ταμπουράς, θαμπούρα, ταμπούριν, ψαλτήριον, μπουζούκι καί πολλά άλλα ακόμη με τα οποία ονομάζονταν και άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα όργανα της ίδιας οικογένειας, των ταμπουράδων. Στην πραγματικότητα ήταν απλώς μικροτροποποιήσεις και παραλλαγές του ίδιου βασικού οργάνου, του ταμπουρά. ο μουσικολόγος και κριτικός Φοίβος Άνωγειανάκης περιγράφει την πορεία του ταμπουρά και την ιστορία του ονόματός του ως τις μέρες μας. Για τη βυζαντινή εποχή oι πηγές είναι πολλές, καθώς η πανδούρα και το κανονάκι, ήταν από τα βασικώτερα όργανα για τη διδασκαλία της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσική όπως τονίζει ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στο βιβλίο του για την βυζαντινή μουσική.

Το ακορντεόν, όσο κι αν φαίνεται σύγχρονο όργανο, είναι απόγονος δύο οργάνων της Ανατολής, του κινέζικου σενγκ και του γιαπωνέζικου σο. Στην Ευρώπη παρουσιάστηκε το 1822 από τον Μπούσμαν, στο Βερολίνο, Το 1827 στην Αυστρία πήρε τη σημερινή του ονομασία,την τελική του μορφή την πήρε από τον Ιταλό Νταλλαπέ, το 1850 και το 1910 τελειοποιήθηκε με την προσθήκη των χρωματιστών μπάσων. Από τότε έγινε υπολογίσιμο όργανο στη μουσική τέχνη.

Μουσικό όργανο πνευστό με πλήκτρα και φυσούνα.
Το ακορντεόν έχει κι αυτό τον ίδιο μηχανισμό με το αρμόνιο, με τη διαφορά ότι είναι φορητό. Ο μουσικός γεμίζει με αέρα τη δεξαμενή του οργάνου, ανοιγοκλείνοντας τη φυσούνα, τον οποίο στη συνέχεια διοχετεύει με την πίεση των κατάλληλων πλήκτρων σε δονούμενα ελάσματα, παράγοντας το γλυκό και τόσο γνώριμο ήχο. Στο αριστερό χέρι υπάρχουν κουμπιά για τις αρμονικές βαθμίδες στις διάφορες σκάλες κι έτσι το ακκορντεόν μπορεί να θεωρηθεί ένα αρκετά ολοκληρωμένο μουσικό όργανο.

Eίναι αερόφωνο όργανο και παράγει τον ήχο με λάμες (μεταλλικές γλωσσίδες). Ουσιαστικά πρόκειται για μια μεγάλη φυσαρμόνικα, με την διαφορά ότι ο αέρας δεν προέρχεται από την εκπνοή του εκτελεστή αλλά από μια μεγάλη φυσούνα. Στο δεξί τμήμα του οργάνου υπάρχει πληκτρολόγιο όμοιο με εκείνο του πιάνου σε μικρότερη όμως έκταση δηλαδή φα3-λα5 (λίγο παραπάνω από 3 οκτάβες), ενώ στο αριστερό τμήμα υπάρχουν τα μπάσσα πλήκτρα τα οποία όμως δεν έχουν την μορφή του πληκτρολογίου ενός πιάνου, αλλά των μικρών κουμπιών. Η έκταση των μπάσσων φτάνει στις 5 οκτάβες. Τα ακκορντεόν ξεκινούν με μπάσσα των 36 κουμπιών, 60, 80 και φτάνουν στα 120 κουμπιά.

Υπάρχουν δύο τύποι ακκορντεόν, τα μονά και τα επαναφοράς. Στα μονά, κάθε πλήκτρο μελωδίας του δεξιού χεριού ελέγχει ένα ζευγάρι γλωττίδες κουρντισμένες με διαφορά τόνου μεταξύ τους. Η πίεση του φυσητήρα κάνει τη μια γλωττίδα να ηχήσει, ενώ το τράβηγμα επηρρεάζει την άλλη. Ετσι χρειάζονται μόνο τέσσερα κουμπιά για να καλυφθεί μία οκτάβα από οκτώ νότες. Στο βρετανικό χρωματικό ακκορντεόν μια δεύτερη σειρά κουμπιών παρέχει τα ημιτόνια της κλίμακας, αυξάνοντας έτσι τις μελωδικές δυνατότητες του οργάνου. Επειδή η "πίεση" του φυσητήρα δημιουργεί διαφορετική νότα από το "τράβηγμα", το μονό ακκορντεόν ταιριάζει περισσότερο στην κοφτή, ρυθμική, χορευτική μουσική. Στο ακκορντεόν επαναφοράς, το κάθε ζεύγος γλωττίδων δημιουργεί την ίδια νότα, είτε πιέζουμε είτε τραβούμε τον φυσητήρα και γι' αυτό το αποτέλεσμα είναι απαλότερο και μελωδικότερο.

Και στους δύο τύπους του οργάνου χρησιμοποιούνται επιπλέον σειρές γλωττίδων, για την επέκταση του ηχητικού φάσματος - για αύξηση των οκτάβων ή για μεταβολή του τόνου, αν χρειαστεί. Υπάρχει επίσης ένα κουμπί για τον αριστερό αντίχειρα, που ελευθερώνει τον αέρα έτσι ώστε να ανοίγει ή να κλείνει ο φυσητήρας χωρίς να παράγεται ήχος.

Η μοναδικότητα του οργάνου - με τις συγχορδίες που σχηματίζονται από ένα μόνο κουμπί - είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα ευρύ μουσικό ρεπερτόριο για την εκμάθηση του οργάνου. Αρκετοί συνθέτες άλλωστε, μεταξύ των οποίων ο Τσαϊκόφσκι κι ο Προκόφιεφ, έχουν γράψει έργα για το όργανο αυτό.

Ο οργανοπαίκτης με το δεξί χέρι του παίζει τη μελωδία και με το αριστερό χέρι τη συνοδεία καθώς ανοιγοκλείνει τη φυσούνα. Το ρεύμα του αέρα που δημιουργεί το ανοιγόκλειμα της φυσούνας δονεί τα μεταλλικά ελάσματα που αντιστοιχούν στις νότες

Όταν παίζονται τα πλήκτρα, κινούνται οι δικλείδες, στις οποίες αντιστοιχούν μεταλλικές λεπίδες που καταλήγουν σε ελεύθερες γλωττίδες.

Με το πέρασμα του αέρα ανάμεσά τους οι γλωττίδες δονούνται και παράγουν τον ήχο.

Το ακορντεόν είναι βασικό όργανο στις αργεντίνικες ορχήστρες που παίζουν ταγκό, και ένας από τους καλύτερους ακορντεονίστες στον κόσμο ήταν ο Πιατσόλα που χάθηκε πρόσφατα (1995).

Στην Ελλάδα το ακορντεόν συνοδεύει κυρίως λαϊκές και ρεμπέτικες ορχήστρες. Ένας βιρτουόζος του ακορντεόν είναι ο Λάζαρος Κουλαξίζης.

Ολόκληρο το φάσμα του ροκ, μέταλ κτλ. στηρίζεται κατά το συντριπτικό ποσοστό του στην ηλεκτρική κιθάρα (και το μπάσο). Η αγαπημένη μας μουσική μάς χαρίζει δεκάδες χρόνια τώρα, μοναδικές στιγμές, ενώ το βασικό αυτό όργανο έχει γίνει επιστήμη, τόσο από τις εταιρίες παραγωγής, όσο και από τους κιθαρίστες. Τι είναι λοιπόν η ηλεκτρική κιθάρα και ποια η ιστορία της;

Ηλεκτρική, αποκαλείται η κιθάρα που χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνήτες για να μετατρέψει τον ηχητικό παλμό των ατσάλινων χορδών της σε ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο μπορεί έπειτα να ενισχυθεί από ένα σύστημα ενισχυτή-ηχείου. Το σήμα που προέρχεται από την κιθάρα μπορεί κάποιες φορές να διαφοροποιηθεί με εφέ ή να παραμορφωθεί. Έχει δύο η περισσότερους μαγνήτες με ρυθμιστικά έντασης και τονικότητας. Πολλές φορές υπάρχει ειδικός μοχλός, που χρησιμοποιείται για βιμπράτο, το γνωστό σε όλους τρέμολο. Ενώ οι περισσότεροι τύποι ηλεκτρικής κιθάρας φέρουν έξι χορδές, πλέον συναντούμε και επτάχορδες οι οποίες χρησιμοποιούνται από μουσικούς της τζαζ και της μέταλ μουσικής, ειδικά του progressive, καθώς και δωδεκάχορδες (με έξι ζεύγη χορδών οι οποίες απέχουν διάστημα μιας οκτάβας). Στις περισσότερες περιπτώσεις παίζεται με πέννα και σπάνια με δάκτυλα όπως το μπάσο. Οι μουσικοί των Μπλουζ συνηθίζουν να παίζουν με τον αντίχειρα. Αρκετοί αριστερόχειρες μουσικοί των Μπλουζ, αν και κρατούν την κιθάρα με το μπράτσο προς τα δεξιά, διατηρούν τις χορδές, όπως είναι τοποθετημένες για έναν δεξιόχειρα μουσικό.

Η ηλεκτρική κιθάρα χρησιμοποιήθηκε αρχικά από μουσικούς της τζαζ ως ένα κούφιο όργανο, ηλεκτρικώς ενισχυμένο για μεγαλύτερη ένταση κατά την περίοδο της άνθησης του σουίνγκ. Οι πρώτες ηλεκτρικές κιθάρες διέθεταν κούφιο σώμα, ατσάλινες χορδές και ηλεκτρομαγνήτες με σπείρες από βολφράμιο που κατασκεύαζε η εταιρία Rickenbacker το 1931 που ανέπτυξε και κυκλοφόρησε μαζικά μια κιθάρα, την πρώτη ηλεκτροακουστική με κάψα (αρχικώς επονομαζόμενη Ro-Pat-In). Αυτός ο τύπος οργάνου άρχισε να παράγεται το 1932 από την εταιρία Electro String Instrument Corporation στο Los Santos υπό την διεύθυνση των Adolph Rickenbacher και George Beauchamp.

Με μια απόσταση ογδόντα και βάλε χρόνων, το λαϊκό όργανο - γνώριμο αλλά αδικημένο - συνεχίζει τη διαδρομή του μέσα στους αέναους μετασχηματισμούς της ελληνικής μουσικής. Και μπορεί ο μπαγλαμάς να παρέμεινε όλα αυτά τα χρόνια στη σκιά του μπουζουκιού, πράγμα λογικό αφού το μπουζούκι είναι το κυρίαρχο σολιστικό όργανο της μονοφωνικής μας παράδοσης, είχε όμως τον δικό του σημαντικό ρόλο που υμνήθηκε ουκ ολίγες φορές: «Μπαγλαμάδες και μπουζούκια», «Παίζουν τα μπαγλαμαδάκια», «Μου σπάσανε τον μπαγλαμά», «Αχ ο μπαγλαμάς», «Ραγίζει απόψε η καρδιά» και άλλα τραγούδια όλων των ειδών συχνά αποθέωσαν το μικροσκοπικό όργανο και το ενέταξαν στη μυθολογία του καημού, της μεταφοράς και της λαϊκής στιχουργικής.
Οχι άδικα. «Ο μπαγλαμάς εκφράζει το πιο βαθύ συναίσθημα. Είναι το στήριγμα του μπουζουκιού και πάντα όταν τον έπιανα στα χέρια μου αισθανόμουν μεγάλη χαρά. Θυμίζει ένα εσωτερικό καμπανάκι, ερεθίζει την ψυχή», σημειώνει στα «ΝΕΑ» ένας από τους ανθρώπους που έχουν παίξει χιλιάδες ώρες μπαγλαμά στη δισκογραφία και στα πάλκα από τα τέλη της δεκαετίας του '60 μέχρι σήμερα: ο Στέλιος Καρύδας. Ο ίδιος, μουσικός της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, υπήρξε για την ακρίβεια ένας σπουδαίος κιθαρίστας, που όμως για τις ανάγκες της δισκογραφίας και των νυχτερινών κέντρων μελέτησε και έμαθε πολύ νωρίς να παίζει μπαγλαμά και μάλιστα έχει συμμετοχή με το όργανο σε πάνω από 250 δίσκους. Εξάλλου, ήταν ενδεικτικό πως συνήθως κιθαρίστες ήταν αυτοί που τελούσαν και χρέη μπαγλαματζή από το '60 και έπειτα και εδώ θα πρέπει επίσης να αναφερθούν οι σημαντικότεροι, όπως ο Τώνης Αγας, ο Πάνος Ιατρού, ο Μπάμπης Μαλλίδης.

Στη λίστα θα πρέπει να προστεθούν επίσης και οι περισσότεροι σολίστες του μπουζουκιού που έπαιξαν μεταπολεμικά εξαιρετικό μπαγλαμά, αλλά και οι ρεμπέτικες κομπανίες (Ρεμπέτικη Κομπανία, Οπισθοδρομική, Αθηναϊκή και άλλες) που αναβίωσαν μεταπολιτευτικά το ρεμπέτικο είδος και ξαναέθεσαν στο κάδρο του πάλκου και των δίσκων το μικρό έγχορδο όργανο.    

«Θα σταθώ ακίνητος. Θα σολάρω με τον μπαγλαμά. Θα έχω πάρει μαζί μου τον πιο όμορφο, έχει το μέγεθος που αρέσει στον κόσμο, εμένα μ' αρέσει βέβαια το μεσαίο μέγεθος, σαν μαντολίνο. Εχω τρεις μπαγλαμάδες, αλλά και αυτόν που θα πάω στη Γιουροβίζιον τον έχει φτιάξει ο οργανοποιός Βίκτωρ Δεκαβάλλας ο νεότερος». Αυτά μας λέει ο Αγάθων Ιακωβίδης που έχει τη δική του διαδρομή στην αναβίωση του ρεμπέτικου και τη δική του ιστορία με τον μπαγλαμά, αφού μέχρι σήμερα και για περίπου τέσσερις δεκαετίες δεν τον έχει αποχωριστεί ποτέ. «Στις ηχογραφήσεις παλιά οι κιθαριστές ήταν αυτοί που έπαιζαν συνήθως μπαγλαμά και έβγαζαν διπλά ή τριπλά λεφτά από τις φωνοληψίες (Μαλλίδης, Ιατρού κ.ά.). Οταν έσκασα μύτη στην πιάτσα, κάποιοι με είδαν με επιφύλαξη. Ρε παιδιά, τους είπα, δεν ήρθα να σας φάω, έπαιξα σε διάφορους δίσκους μπαγλαμά (Ξαρχάκου, Μητσιά, Στέλιου Βαμβακάρη) και πάντα παίζω όπου εργάζομαι», συμπληρώνει ο Αγάθων. «Στο προπολεμικό λαϊκό, που ο μπαγλαμάς είχε εξέχουσα θέση, θα ξεχώριζα τον Γιώργο Μπάτη της θρυλικής Τετράδας του Πειραιά, τον Παναγιώτη Χρυσίνη και τον Στράτο Παγιουμτζή. Μπαγλαμά έπαιζε επίσης η Μαρίκα Νίνου, αλλά και σχεδόν όλοι οι μπουζουξήδες. Μεταπολεμικά συνήθως οι κιθαρίστες ήταν και μπαγλαματζήδες, όπως ο Πάνος Πετσάς, ο Τώνης Αγας, ο Στέλιος Καρύδας», λέει ο Αγάθων και τονίζει πως μόνο διακοσμητικό ρόλο δεν έχει το εν λόγω τρίχορδο όργανο στη δομή της ορχήστρας και τη μουσική εν γένει. «Ο μπαγλαμάς έχει πολύ λειτουργικό ρόλο, κάνει την αρμονική και ρυθμική δουλειά, γεμίζει το περιεχόμενο των μελωδιών. Ο μπαγλαμάς σολάρει κανονικά όπως όταν παίζει μόνος του την απάντηση σε μπουζούκι. Θυμάμαι στη Θεσσαλονίκη με τους σεισμούς που παίζαμε στους καταυλισμούς, ο μπασίστας κούρδιζε με τον μπαγλαμά για το κοντραμπάσο του!» συμπληρώνει.

Το drum set πρωτοεμφανίστηκε το 1880 όταν οι μπάντες της εποχής μετέφεραν την μουσική τους από τις παρελάσεις στις κλειστές αίθουσες. Οικονομικοί λόγοι αλλά και ο περιορισμένος χώρος απαιτούσαν έναν μόνο μουσικό που να συνδυάζει και να παίζει με επιτυχία όλα τα παραδοσιακά κρουστά μπάντας(ταμπούρο, κάσα, πιάτα).

Έτσι τα πεντάλ, με τα οποία τα πόδια θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται όπως και τα χέρια, απέκτησαν μεγάλη σημασία. Ήδη από το 1850 υπήρχαν διάφοροι τύποι πενταλ. Σε ένα τύπο μάλιστα ήταν δυνατό το πόδι να χτυπάει ταυτόχρονα την κάσα και ένα πιάτο.Το πρώτο ανεξάρτητο πεντάλ κατασκευάστηκε από τον Ludwig το 1909 και θυμίζει πολύ τα σύγχρονα μοντέλα.

Η εποχή του ρόκ έφερε επανάσταση στον κατασκευαστικό τομέα. Τα μεταλλικά εξαρτήματα, βασεις όπως τα πεντάλ, στεφάνια κτλ έγιναν πολύ πιο γερά για να αντέχουν στην σκληρή δοκιμασία από τα αλύπητα χτυπήματα των ρόκ ντράμερ. Τα δέρματα αντικαταστάθηκαν από πλαστικές ύλες για μεγαλύτερη σταθερότητα και αντοχή στον χρόνο.

Πολλοί ντράμερ χρησιμοποιούν μεγάλα σέτ με κάσες και στα δύο πόδια καθώς και μεγάλο αριθμό τόμ και πιατινιών, κυρίως στην ρόκ μουσική. Αντίθετα στην Τζάζ οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τα απολύτως απαραίτητα, δηλαδή ταμπούρο, κάσα, χάι χάτ, δύο πιατίνια και δύο τόμ. Τα ηλεκτρονικά ντράμς χρησιμοποιούνται αρκετά κυρίως στο στούντιο ηχογράφησης.

Οι ήχοι που διαθέτουν σήμερα είναι πολύ καλοί, με εξαίρεση ίσως τα πιατίνια που δύσκολα αναπαράγονται ακόμη κιΆαπό τους καλύτερους δειγματολήπτες (samplers).

Το Μουσικό Εργαστήρι που λειτουργεί στη σχολή μας προορίζεται για παιδιά 4-7 ετών στο οποίο γίνεται η πρώτη επαφή των παιδιών με τον υπέροχο κόσμο της μουσικής. ´Εχει ως στόχο να ξυπνήσει την αγάπη για τον ήχο, την ρυθμική κίνηση και την ανάπτυξη των πνευματικών και ψυχικών δεξιοτήτων τους.

Η μουσική παιδεία του παιδιού αρχίζει εννέα μήνες πριν την γέννηση του. Τα παιδιά όταν γεννηθούν είναι ευαίσθητα σε κάθε ήχο και μουσικό ερέθισμα μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. Ακούν και μιμούνται μεγάλη ποικιλία ήχων από οπουδήποτε και αν προέρχεται και μαθαίνουν να παρατηρούν όλα τα ακουστικά ερεθίσματα. ´Ετσι μέσα από το παιχνίδι μπορούν να απορροφήσουν πολύ εύκολα καθετί καινούργιο.

Σκοπός της μουσικής προπαίδειας μέσα από το μουσικό παιχνίδι

  • με τις νότες
  • το τραγούδι
  • την ρυθμική αγωγή
  • την κίνηση
  • τις απλές κατασκευές μουσικών οργάνων
  • την δραματοποίηση
  • τις μουσικές έννοιες
  • τις ακροάσεις

είναι να αποκτήσουν τα παιδιά μουσικά βιώματα που θα τα βοηθήσει

  • να οξύνουν την ευφυΐα τους
  • να τελειόποιησουν το συγχρονισμό των κινήσεων τους
  • να οργανώνουν την σκέψη τους
  • να αναπτύξουν την φαντασία τους
  • να μάθουν να εκφράζουν τα συναισθήματα τους
  • να διοχετεύουν την ενέργεια τους δημιουργικά
  • να μάθουν την ομαδικότητα

Ας μην ξεχνάμε ότι η Μουσική είναι πηγή Χαράς !!!