Τραγούδι
Σου αρέσει να τραγουδάς; Χαζή ερώτηση! Και σε ποιόν δεν αρέσει; Όταν τραγουδάμε νιώθουμε χαρούμενοι και όταν νιώθουμε χαρούμενοι τραγουδάμε. Είτε τραγουδάμε στο μπάνιο, είτε τραγουδάμε καθώς ακούμε το αγαπημένο μας τραγούδι, είτε τραγουδάμε σε μία συναυλία, είτε τραγουδάμε μαζί με την παρέα στην παραλία, το τραγούδι είναι μία εσωτερική μας ανάγκη που με κάθε ευκαιρία ψάχνει τρόπο για να εκφραστεί. Δεν έχει σημασία αν τραγουδάμε καλά ή παράφωνα. Μπορεί οι άλλοι να μη θέλουν να μας ακούν αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχουμε το δικαίωμα όταν είμαστε μόνοι να τραγουδάμε.
Όλοι μπορούμε να τραγουδήσουμε. Ο κάθε άνθρωπος έχει ότι χρειάζεται για να τραγουδήσει. Οι φωνητικές χορδές με τις οποίες ερχόμαστε στον κόσμο είναι σχεδιασμένες για να παράγουν μελωδία. Όταν απλά μιλάς χρησιμοποιείς μόνο το 10% των δυνατοτήτων των φωνητικών σου χορδών. Είναι σαν να έχεις μία Ferrari και να πηγαίνεις μόνο με πρώτη και 10 χλμ/ώρα. Είναι σαν να έχουμε ένα πιάνο του οποίου πατάμε συνεχώς μία και μόνο νότα. Το τραγούδι είναι όπως όλα τα άλλα πράγματα που μπορείς να μάθεις και που έχεις μάθεις. Όπως έμαθες να μιλάς, να γράφεις, να περπατάς και να κάνεις ποδήλατο, έτσι μπορείς και να μάθεις να τραγουδάς. Αρκεί να μάθεις το πως και να το εφαρμόσεις στην πράξη μέχρι να το πετύχεις.
Όταν είμαστε παιδιά τραγουδάμε πολύ! Σε όλα τα παιδιά αρέσει το τραγούδι και δε φοβούνται να τραγουδήσουν. Οι περισσότεροι όμως κάποια στιγμή αποθαρρύνονται από κάποιον. Γονείς, δάσκαλοι, και φίλοι πολλές φορές κάνουν αρνητική κριτική που σημαδεύει για πάντα το παιδί. Ακόμα και ένα αθώο «Κάνε ησυχία γιατί είναι μεσημέρι» που θα πει η μαμά στο παιδί την ώρα που τραγουδάει, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά. Το πρόβλημα όμως είναι όταν στο σχολείο και στην παρέα μας κοροϊδέψουν επειδή μπορεί να μην τραγουδήσουμε καλά. Μεγαλώνουμε με αυτόν το φόβο της απόρριψης και προτιμάμε να μη δοκιμάσουμε ποτέ ξανά από το να μας συμβεί το ίδιο.
Υπάρχει η αντίληψη πως το τραγούδι είναι για λίγους. Αντί να το θεωρούμε κάτι φυσιολογικό που μπορούμε να κάνουμε όλοι όπως η ομιλία, η κοινωνία μας έχει κάνει να πιστεύουμε πως για να τραγουδήσεις χρειάζεται ένα ταλέντο που λίγοι έχουν. Δε λέω? κάποιοι έχουν ιδιαιτέρες φωνές αλλά αυτοί είναι σχεδόν πάντα και αυτοί που δούλεψαν περισσότερο από όλους για να βελτιωθούν. Η φωνή είναι σαν χωράφι. Αν το φροντίσεις και το καλλιεργήσεις, κάτι θα σου βγάλει. Αν όμως το αμελήσεις, όσο έφορο και αν είναι δεν πρόκειται να δώσει σοδιά. Στην αρχή κανείς δεν τραγουδάει καλά? Για να τραγουδήσεις καλά πρέπει πρώτα να τραγουδήσεις άσχημα! Αν δεν προσπαθήσεις, δεν πρόκειται να μάθεις? Για σκέψου λίγο? πόσες φορές προσπάθησες μέχρι να μάθεις να περπατάς;
Το τραγούδι είναι όπως ο αθλητισμός. Δε χρειάζεται να είσαι πρωταθλητής για να αθληθείς και να επωφεληθείς από τα οφέλη της γυμναστικής. Κάποιοι μπορεί να αφιερώνουν τη ζωή τους σε αυτό και να το κάνουν επαγγελματικά. Για τον περισσότερο κόσμο όμως ο αθλητισμό είναι ένα χόμπι και ένας τρόπος να διατηρήσουν την ζωντάνια και την καλή τους υγεία. Όπως είναι καλό να μην βλέπεις μόνο άλλους να αθλούνται αλλά να αθλήσαι και εσύ στο επίπεδο που μπορείς, έτσι και με το τραγούδι. Μην αρκείσαι μόνο στο να βλέπεις και να ακούς άλλους να τραγουδάνε. Κάν? το και συ!
Αν θες να μάθεις να τραγουδάς χρειάζεται να το θέλεις πολύ, να πιστεύεις ότι μπορείς και έχεις την επιμονή για να δουλέψεις τη φωνή σου. Δεν είναι εύκολο αλλά όλα τα αξιόλογα πράματα στη ζωή απαιτούν κάποιες θυσίες. Η φωνή είναι σαν όργανο. Όπως η κιθάρα και το πιάνο θέλουν ώρες εξάσκησης, έτσι και η φωνή χρειάζεται δουλειά. Και η δουλειά απλά σημαίνει να τραγουδάς και να ακούς. Να τραγουδάς παρατηρώντας τον ήχο που βγάζεις για να μπορείς συνεχώς να βελτιώνεσαι αλλά και να ακούς άλλους προσπαθώντας να τους μιμηθείς. Ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις να τραγουδάς είναι να βάζεις το αγαπημένο σου τραγούδι και να το τραγουδάς μαζί. Κλείνοντας το ένα αυτί μπορείς να ακούσεις καλύτερα τη φωνή σου και έτσι να αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι πώς μπορείς να βελτιωθείς.
Πιστεύω πως αν το θες πραγματικά, θα μάθεις να τραγουδάς. Το σημαντικό δεν είναι αν μπορείς. Ξέρω ότι μπορείς. Το θέμα είναι αν θες και κυρίως πόσο θες. Αν έχεις πολλούς λόγους για να το κάνεις, θα το κάνεις. Σκέψου λοιπόν τι θα σου προσφέρει το τραγούδι. Σκέψου όσο όμορφα θα νιώθεις όταν οι άλλοι θα χαίρονται να σε ακούνε. Σκέψου τα θετικά σχόλια που θα λαμβάνεις όταν θα συμμετέχεις σε χορωδίες. Σκέψου το ενδεχόμενο να σου δοθεί η ευκαιρία να ασχοληθείς και επαγγελματικά με το τραγούδι. Εύκολο δεν είναι, είναι όμως εφικτό. Αν θέλεις σημαίνει ότι μπορείς. Καν? το και ?συ! Καλή επιτυχία.
Ελπίζω σύντομα να τραγουδήσουμε μαζί.
Ελαφρύ ή κλασικό τραγούδι. Πατήστε πάνω σε αυτό που σας ενδιαφέρει για να μάθετε περισσότερα
Δυτικότροπο ή ευρωπαϊκό τραγούδι, παιδί ή ανίψι της καντάδας και της λαοφιλούς επιθεώρησης, ξαδέρφι της οπερέτας, το ελαφρό ή ελαφρύ τραγούδι τελικά δεν ήταν πάντα τόοοσο ελαφρύ… θα μου πείτε, τι εννοούμε με το όρο ελαφρό και ποιός είχε την έμπνευση να το βαφτίσει έτσι; οι ελαφροί ας τα λέγουν ελαφρά, θα έλεγε ο Καβάφης …
Ίσως τα πράγματα να είναι λιγότερο μπερδεμένα, αν προσεγγίσουμε το ελαφρό τραγούδι σαν την άλλη όψη του έργου τέχνης, π.χ. του κλασικού, ενώ παράλληλα, εκ του όρου και μόνον «ελαφρό», διαφοροποιείται αυτό το είδος από άλλα, όπως από το παραδοσιακό τραγούδι. Ασφαλώς δεν παραβλέπουμε ότι όπως το κλασικό δεν αρνήθηκε σε εκατοντάδες περιπτώσεις την επιρροή από τις παραδοσιακές μουσικές, έτσι και το ελαφρό δανείστηκε και υιοθέτησε στοιχεία και δόμησε (ανάλογα το δικό του αυτογενές χαρακτηριστικό και την προσωπικότητα του συνθέτη του) την εκφραστική του στόχευση.
Με το ελαφρό τραγούδι ασχολήθηκαν δημιουργοί με μουσική παιδεία, μεγάλη ευαισθησία, επηρεασμένοι από ευρωπαϊκές αισθητικές σχολές, κυρίως από τη γαλλική και την ιταλική, αλλά και τυχάρπαστοι ή… τυχαίοι. Και τι μ’ αυτό;
Το ελαφρό τραγούδι είναι το ελληνικό τραγούδι μιας ελληνότροπης παραλλαγής,πάντως μάλλον χρήσιμης, της αυθεντικής μπελ-επόκ.
Η μονωδία είναι το μάθημα της φωνητικής εκγύμνασης. Ονομάζεται αλλιώς και λυρικό ή κλασικό τραγούδι προσδιορίζοντας έτσι σαφέστερα το είδος του τραγουδιού το οποίο διδάσκεται και το οποίο εκτείνεται από την προκλασσική περίοδο ως την όπερα και την νεότερη «λόγια» μουσική.
Ο όρος μονωδία επικράτησε στην αρχαίο ελληνικό δράμα ως ωδή για μία φωνή, η οποία πολύ συχνά έπαιρνε τη μορφή του θρήνου. Στη μουσική, ως μονωδία ορίζουμε συγκεκριμένο στυλ, όπου μία φωνή φέρει την κυρίως μελωδία του μουσικού κομματιού και εξέχει από τις υπόλοιπες, οι οποίες, διαμορφώνοντας το αρμονικό περιβάλλον, κατέχουν συνοδευτικό ρόλο. Ο όρος μονωδία πρωτοεμφανίστηκε τον 16ο αιώνα ως απάντηση στο αντιστικτικό (συνδυασμός περισσότερων από δύο κύριων μελωδικών γραμμών που κινούνται παράλληλα) ύφος μουσικής γραφής, όπως το μαδριγάλι και το μοτέτο. Συχνά συγχέεται με τον όρο Μονοφωνία (η ύπαρξη μίας και μοναδικής μελωδικής γραμμής).
Τα μαθήματα μονωδίας στη μουσική εκπαίδευση αφορούν το κοινώς αποκαλούμενο “λυρικό” ή “κλασσικό” ή “λόγιο” τραγούδι, με εύρος ρεπερτορίου που εκτείνεται από τον 16ο αιώνα μέχρι και σήμερα, και τεχνική που εξελίσσεται στο χρόνο, ακολουθώντας της απαιτήσεις του εκάστοτε μουσικού ρεύματος. Τα μαθήματα μονωδίας διεξάγονται κυρίως με τη συνδρομή του πιάνου, που, ως διαδεδομένο πολυφωνικό όργανο, διαμορφώνει το αρμονικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται και ερμηνεύει η ανθρώπινη φωνή.
Μια βασική κατηγοριοποίηση της ανθρώπινης φωνής αφορά το φύλο, την έκταση και το ηχόχρωμα. Έτσι, λοιπόν, έχουμε την υψίφωνο ή soprano (ψηλή γυναικεία φωνή), τη μεσόφωνο ή contralto (χαμηλή γυναικεία φωνή), τον οξύφωνο ή tenoro (ψηλή ανδρική φωνή) και το βαθύφωνο ή basso (χαμηλή ανδρική φωνή). Αντίστοιχα, σε κάθε βασική κατηγορία φωνής, και λαμβάνοντας υπόψιν επιπρόσθετους παράγοντες που διαμορφώνουν το ιδιαίτερο και μοναδικό χαρακτήρα κάθε φωνής (τονικό και ερμηνευτικό εύρος, κέντρα κ.λ.π.), έχουμε υποκατηγορίες (π.χ.soprano leggiera, δραματική mezzo-soprano, λυρικός τενόρος, μπασσο-βαρύτονος, κ.λ.π). Η ανθρώπινη φωνή είναι το μουσικό εκείνο όργανο που μπορεί να εκφράσει καλύτερα από κάθε άλλο το ανθρώπινο συναίσθημα, γι' αυτό το λόγο και το ρεπερτόριο είναι ιδιαίτερα ευρύ. Από θρησκευτικά ορατόρια μέχρι όπερες, η ανθρώπινη φωνή κατέχει εξέχουσα θέση στις επιλογές των εκφραστικών μέσων των συνθετών ανά τους αιώνες.